χελιδόνιο

χελιδόνιο
το / χελιδόνιον, ΝΑ
νεοελλ.
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια παπαβερίδες τής τάξης παπαβερώδη και περιλαμβάνει το είδος Chelidonium majus, το οποίο περιέχει δηλητηριώδη χυμό με φαρμακευτικές ιδιότητες, κν. χελιδόνι
αρχ.
χελιδονάκι, μικρό χελιδόνι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χελιδών, -όνος. Τη λ. δανείστηκαν και οι ξένες γλώσσες (πρβλ. αγγλ. chelidonium)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παπαβερίδες — (papaveraceae). Οικογένεια ροιαδωδών φυτών. Είναι φυτά μονοετή ή διετή με φύλλα απλά ή διαιρεμένα. Οι βλαστοί τους έχουν γαλακτώδη χυμό. Τα άνθη τους είναι ακτινωτά ή ζυγόμορφα και ο κάλυκάς τους αποτελείται από δύο σέπαλα, που πέφτουν μόλις… …   Dictionary of Greek

  • Archea Olympia — Gemeinde Archea Olymbia Δήμος Αρχαίας Ολυμπίας (Αρχαία Ολυμπία) DEC …   Deutsch Wikipedia

  • κραταιός — ή, ό, θηλ. και ά (AM κραταιός, ά, όν, Α θηλ. και ή) 1. αυτός που έχει μεγάλη δύναμη, ισχυρός, δυνατός, ρωμαλέος (α. «κραταιή δυναστεία» β. «κραταιά αυτοκρατορία» γ. «θάνατος και μοῑρα κραταιή», Ομ. Ιλ. δ. «Τροίαν κραταιὸς Τελαμὼν πόρθησε», Πίνδ.… …   Dictionary of Greek

  • ορθάνθρωπον — ὀρθάνθρωπον (Α) το φυτό χελιδόνιο …   Dictionary of Greek

  • πυρός — (I) και σπυρός, ὁ, Α 1. το σιτάρι, ο σίτος 2. κόκκος σιταριού 3. φρ. «πυρὸς ἄγριος» το φυτό χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκή ονομασία τού σιταριού, η οποία ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *pūro «κόκκος, σιτηρά» και συνδέεται με τ. άλλων γλωσσών, που δηλώνουν… …   Dictionary of Greek

  • χελιδονίνη — η, Ν χημ. αλκαλοειδές τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chelidonine < χελιδόνιον + κατάλ. ίνη τής χημ. ορολογίας. Η λ. μαρτυρείται από το 1876 στον Θεόδ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • χελιδονικός — ή, ό, Ν φρ. «χελιδονικό οξύ» λευκή κρυσταλλική ουσία που περιέχεται στον χυμό τού βλαστού τού φυτού χελιδόνιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. chelidonic (acid) < χελιδόνιον + κατάλ. ικός. Η φρ., στον λόγιο τ. χελιδονικόν ὀξύ, μαρτυρείται… …   Dictionary of Greek

  • χελιδόνι — Oνομασία 2 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ.), στην πρώην επαρχία Ολυμπίας, του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δαφνούλας. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ.) του νομού Ηλείας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (17 τ. χλμ.) …   Dictionary of Greek

  • γαλακτώδης χυμός — Φυτικός ιξώδης χυμός, που πήζει εύκολα και γρήγορα στον αέρα. Διέρχεται από τους γαλακτοφόρους σωλήνες ή αυλούς, μεταξύ του φλοιού και του καμβίου πολλών φυτών, που λέγονται γαλακτώδη ή γαλακτοφόρα (ευφορβία, εβέα, φίκος, χελιδόνιο, παπαρούνα).… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”